πληθωρικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληθωρικότητα < πληθωρικός + -ότητα < ελληνιστική κοινή πληθωρικός < αρχαία ελληνική πληθώρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληθωρικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του πληθωρικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληθωρικότητα
|