πληθωρικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πληθωρικότης | αἱ | πληθωρικότητες | ||||
γενική | τῆς | πληθωρικότητος | τῶν | πληθωρικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πληθωρικότητι | ταῖς | πληθωρικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πληθωρικότητα | τὰς | πληθωρικότητας | ||||
κλητική ὦ! | πληθωρικότης | πληθωρικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πληθωρικότης < πληθωρικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληθωρικότης, -ητος θηλυκό