ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πληγμός οἱ πληγμοί
      γενική τοῦ πληγμοῦ τῶν πληγμῶν
      δοτική τῷ πληγμ τοῖς πληγμοῖς
    αιτιατική τὸν πληγμόν τοὺς πληγμούς
     κλητική ! πληγμέ πληγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πληγμώ
γεν-δοτ τοῖν  πληγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πληγμός < λείπει η ετυμολογία. Για τη ρίζα πληγ- δείτε επίσης πλήσσω, πληγή, πλῆγμα

  Επίθετο

επεξεργασία

πληγμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. αποπληξία
  2. δάγκωμα ερπετού

Συγγενικά

επεξεργασία