πληγμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πληγμός | οἱ | πληγμοί | ||||
γενική | τοῦ | πληγμοῦ | τῶν | πληγμῶν | ||||
δοτική | τῷ | πληγμῷ | τοῖς | πληγμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | πληγμόν | τοὺς | πληγμούς | ||||
κλητική ὦ! | πληγμέ | πληγμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πληγμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πληγμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πληγμός < → λείπει η ετυμολογία. Για τη ρίζα πληγ- δείτε επίσης πλήσσω, πληγή, πλῆγμα
Επίθετο
επεξεργασίαπληγμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλήσσω
Πηγές
επεξεργασία- πληγμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.