Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευροτομή οι πλευροτομές
      γενική της πλευροτομής των πλευροτομών
    αιτιατική την πλευροτομή τις πλευροτομές
     κλητική πλευροτομή πλευροτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλευροτομή < πλευρ(ο) + -ο- + -τομή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλευροτομή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία