πλευροτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλευροτομή θηλυκό
- (ιατρική) (παρωχημένο) τομή στα μαλακά μόρια ανάμεσα στα πλευρά (σε μεσοπλεύριο διάστημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλευροτομή
|
πλευροτομή θηλυκό
|