πλευροπνευμονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλευροπνευμονία < πλευρ(ίτιδα) + ο + πνευμονία + (< λόγιο ενδογενές δάνειο: από τη γαλλική pleurοpneumonia ;) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλευροπνευμονία θηλυκό
- (ιατρική) πλευρίτιδα που εμφανίζει και επιπλοκές πνευμονίας
- (κτηνιατρική) λοιμώδης μεταδοτική ασθένεια, πνευμονία των βοοειδών και των αιγοπροβάτων που συνδυάζεται με πλευρίτιδα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλευροπνευμονία
Πηγές
επεξεργασία- Dorland's Illustrated Medical Dictionary (Φιλαδέλφεια-Λονδίνο-Τορόντο: W.B. Saunders, 251974, ISBN 0-7216-3148-7), σ. 1212α.