πλευρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλευρίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλευρῖτις. Αναλύεται σε πλευρ(ό) + -ίτιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλευρίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλευρίτιδα
|
πλευρίτιδα θηλυκό
|