πλερωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πλερωτής | οι | πλερωτές |
γενική | του | πλερωτή | των | πλερωτών |
αιτιατική | τον | πλερωτή | τους | πλερωτές |
κλητική | πλερωτή | πλερωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλερωτής αρσενικό
- (λαϊκότροπο, προφορικό) άλλη μορφή του πληρωτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλερωτής
|