Ετυμολογία

επεξεργασία
πλερώνω < πληρώνω

πλερώνω (παθητική φωνή: πλερώνομαι)

  1. (λαϊκότροπο, προφορικό) καταβάλλω χρήματα, πληρώνω
    ※  Θα πλερώσεις τώρα το εισιτήριό σου, ή θα φωνάξω τον αστυφύλακα. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
  2. (λαϊκότροπο, προφορικό) ανταποδίδω, ξεπληρώνω
    ※  Ο Θεός να της το πλερώσει το κακό που μου 'κανε, φωτιά να τήνε κάψει κι άδικη ώρα να την βρει... (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία