πλερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλερώνω < πληρώνω
Ρήμα
επεξεργασίαπλερώνω (παθητική φωνή: πλερώνομαι)
- (λαϊκότροπο, προφορικό) καταβάλλω χρήματα, πληρώνω
- ※ Θα πλερώσεις τώρα το εισιτήριό σου, ή θα φωνάξω τον αστυφύλακα. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
- (λαϊκότροπο, προφορικό) ανταποδίδω, ξεπληρώνω
- ※ Ο Θεός να της το πλερώσει το κακό που μου 'κανε, φωτιά να τήνε κάψει κι άδικη ώρα να την βρει... (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλερώνω | πλέρωνα | θα πλερώνω | να πλερώνω | πλερώνοντας | |
β' ενικ. | πλερώνεις | πλέρωνες | θα πλερώνεις | να πλερώνεις | πλέρωνε | |
γ' ενικ. | πλερώνει | πλέρωνε | θα πλερώνει | να πλερώνει | ||
α' πληθ. | πλερώνουμε | πλερώναμε | θα πλερώνουμε | να πλερώνουμε | ||
β' πληθ. | πλερώνετε | πλερώνατε | θα πλερώνετε | να πλερώνετε | πλερώνετε | |
γ' πληθ. | πλερώνουν(ε) | πλέρωναν πλερώναν(ε) |
θα πλερώνουν(ε) | να πλερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλέρωσα | θα πλερώσω | να πλερώσω | πλερώσει | ||
β' ενικ. | πλέρωσες | θα πλερώσεις | να πλερώσεις | πλέρωσε | ||
γ' ενικ. | πλέρωσε | θα πλερώσει | να πλερώσει | |||
α' πληθ. | πλερώσαμε | θα πλερώσουμε | να πλερώσουμε | |||
β' πληθ. | πλερώσατε | θα πλερώσετε | να πλερώσετε | πλερώστε | ||
γ' πληθ. | πλέρωσαν πλερώσαν(ε) |
θα πλερώσουν(ε) | να πλερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλερώσει | είχα πλερώσει | θα έχω πλερώσει | να έχω πλερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλερώσει | είχες πλερώσει | θα έχεις πλερώσει | να έχεις πλερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλερώσει | είχε πλερώσει | θα έχει πλερώσει | να έχει πλερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλερώσει | είχαμε πλερώσει | θα έχουμε πλερώσει | να έχουμε πλερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλερώσει | είχατε πλερώσει | θα έχετε πλερώσει | να έχετε πλερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλερώσει | είχαν πλερώσει | θα έχουν πλερώσει | να έχουν πλερώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλερώνω
|