πλατεΐτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλατεΐτσα | οι | πλατεΐτσες |
γενική | της | πλατεΐτσας | — | |
αιτιατική | την | πλατεΐτσα | τις | πλατεΐτσες |
κλητική | πλατεΐτσα | πλατεΐτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλατεΐτσα < πλατεία + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλατεΐτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του πλατεία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλατεΐτσα
|
Πηγές
επεξεργασία- πλατεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλατεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πλατεΐτσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)