πλαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαστικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαστικότητα θηλυκό
- εύκολη μορφοποίηση και πλάση λόγω ευκαμψίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαστικότητα
πλαστικότητα θηλυκό