πλαγγόνα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλαγγόνα < αρχαία ελληνική πλαγγών
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /plaŋˈɡo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλαγ‐γό‐να
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλαγγόνα θηλυκό
- (κέρινη) κούκλα
- ※ Τα ἐνδύουν λοιπὸν μὲ κἄτι ζωηρὰ χρώματα κτυπῶντα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ σχηματίζουν κομψὰς πλαγγόνας μὲ σκούφιας ἰδιοτρόπους, μὲ φουστανάκια ἔχοντα σκωτικὰς πτυχάς, μὲ κνήμας γυμνὰς καὶ γυμνούς βραχίονας, μὲ ταινίας ἀγνοῶ πῶς περιερραμμένας
- ※ Ο Κωστής όλο σκούπιζε τον ιδρώτα του λαιμού· η Μαρία στεκόταν σαν ανέκφραστη πλαγγόνα.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
- ※ Μία πλαγγόνα, δηλαδή μια πήλινη κούκλα, επέλεξαν να μας παρουσιάσουν ως «Έκθεμα του Μήνα» για τον Ιούλιο το Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας και η ΛΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Πρέβεζας-Άρτας, σε βίντεο που φιλοξενείται στη σελίδα του Μουσείου στο facebook. Οι πλαγγόνες ήταν αγαπημένο παιχνίδι των κοριτσιών στην αρχαία Αμβρακία, και όχι μόνο. Παριστάνουν κυρίως γυναικείες μορφές με ιδιαίτερη κόμμωση και ενδυμασία.
- «Μια πλαγγόνα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας», 26/7/2013, archaiologia.gr
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πλαγγόνα
→ δείτε τη λέξη κούκλα |