πλαγγών
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλαγγών | οἱ | πλαγγόνες |
γενική | τοῦ | πλαγγόνος | τῶν | πλαγγόνων |
δοτική | τῷ | πλαγγόνῐ | τοῖς | πλαγγόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | πλαγγόνᾰ | τοὺς | πλαγγόνᾰς |
κλητική ὦ! | πλαγγών | πλαγγόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλαγγόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλαγγόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλαγγών < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: πλαγγόνα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλαγγών αρσενικό
- κέρινη κούκλα, πλαγγόνα
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πλαγγών» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.