Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιτσουνάκι τα πιτσουνάκια
      γενική
    αιτιατική το πιτσουνάκι τα πιτσουνάκια
     κλητική πιτσουνάκι πιτσουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτσουνάκι < πιτσούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτσουνάκι ουδέτερο

  1. το μικρό, νεαρό περιστεράκι
  2. (προσφώνηση) (τρυφερό) η προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων

  Μεταφράσεις επεξεργασία