πιστικιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιστικιά | οι | πιστικιές |
γενική | της | πιστικιάς | των | πιστικιών |
αιτιατική | την | πιστικιά | τις | πιστικιές |
κλητική | πιστικιά | πιστικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστικιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστικιά
|