πισσοκονίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πισσοκονίαση | οι | πισσοκονιάσεις |
γενική | της | πισσοκονίασης* | των | πισσοκονιάσεων |
αιτιατική | την | πισσοκονίαση | τις | πισσοκονιάσεις |
κλητική | πισσοκονίαση | πισσοκονιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πισσοκονιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πισσοκονίαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πισσοκονίαση
|