πικραμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πικραμός | οι | πικραμοί |
γενική | του | πικραμού | των | πικραμών |
αιτιατική | τον | πικραμό | τους | πικραμούς |
κλητική | πικραμέ | πικραμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πικραμός < ελληνιστική κοινή πικραμμός[1] / πικρασμός[2] < αρχαία ελληνική πικραίνω < πικρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πικραμός αρσενικό
- (σπάνιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) η πίκρα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πικραμμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πικρασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.