πικέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πικέτο | τα | πικέτα |
γενική | του | πικέτου | των | πικέτων |
αιτιατική | το | πικέτο | τα | πικέτα |
κλητική | πικέτο | πικέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πικέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική picchetto