πηδηξιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πηδηξιά | οι | πηδηξιές |
γενική | της | πηδηξιάς | των | πηδηξιών |
αιτιατική | την | πηδηξιά | τις | πηδηξιές |
κλητική | πηδηξιά | πηδηξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πηδηξιά θηλυκό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) το πήδημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηδηξιά
|