Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηγαδάρα οι πηγαδάρες
      γενική της πηγαδάρας
    αιτιατική την πηγαδάρα τις πηγαδάρες
     κλητική πηγαδάρα πηγαδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηγαδάρα < πηγάδα ή πηγάδι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηγαδάρα θηλυκό

  1. φαρδύ και βαθύ πηγάδι
  2. στενό βάραθρο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία