πηγαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηγαδάκι | τα | πηγαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πηγαδάκι | τα | πηγαδάκια |
κλητική | πηγαδάκι | πηγαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηγαδάκι < υποκοριστικό του πηγάδι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πηγαδάκι ουδέτερο
- μικρό πηγάδι
- (μεταφορικά) σύνολο, συγκεντρωμένων σε κύκλο, όρθιων ατόμων που κουβεντιάζουν (συνήθως αναφερόμενοι σε κάποιο πρόσφατο γεγονός)
- αμέσως μετά οι παρευρισκόμενοι χωρίστηκαν σε πηγαδάκια και άρχισαν να σχολιάζουν την πρόταση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πηγάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηγαδάκι
|