πεϊχαμπέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεϊχαμπέρης < τουρκική peygamber < περσική پیغمبر (paig̠ẖam-bar, προφήτης) < پیغم (paig̠ẖam, μήνυμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεϊχαμπέρης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεϊχαμπέρης
|