πετροπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπετροπόλεμος αρσενικό
- «πόλεμος» / συμπλοκή μεταξύ δύο ομάδων (παιδιών) που ρίχνουν πέτρες η μία στην άλλη (ενίοτε ως παιχνίδι)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πετροπόλεμος
|