περφεξιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περφεξιονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερφεξιονισμός αρσενικό
- επιμονή στο να είναι κάτι τέλειο, τελειομανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία περφεξιονισμός
|
περφεξιονισμός αρσενικό
|