περιχρύσωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιχρύσωση | οι | περιχρυσώσεις |
γενική | της | περιχρύσωσης* | των | περιχρυσώσεων |
αιτιατική | την | περιχρύσωση | τις | περιχρυσώσεις |
κλητική | περιχρύσωση | περιχρυσώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιχρυσώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιχρύσωση < περιχρυσώνω + -ση < αρχαία ελληνική περιχρῡσόω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριχρύσωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιχρυσώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιχρύσωση
|