περιστερεώνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιστερεώνας < αρχαία ελληνική περιστερεών < περιστερά
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιστερεώνας αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του περιστερώνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιστερεώνας
|