↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιπνευμονία οι περιπνευμονίες
      γενική της περιπνευμονίας των περιπνευμονιών
    αιτιατική την περιπνευμονία τις περιπνευμονίες
     κλητική περιπνευμονία περιπνευμονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιπνευμονία < ελληνιστική κοινή περιπνευμονία[1] < πνευμονία / πλευμονία < αρχαία ελληνική πλεύμων / πνεύμων ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική péripneumonie[2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική peripneumonia[2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιπνευμονία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. περιπνευμονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 περιπνευμονίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)