περιουσιολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περιουσιολόγιο | τα | περιουσιολόγια |
γενική | του | περιουσιολόγιου & περιουσιολογίου |
των | περιουσιολόγιων & περιουσιολογίων |
αιτιατική | το | περιουσιολόγιο | τα | περιουσιολόγια |
κλητική | περιουσιολόγιο | περιουσιολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιουσιολόγιο < περιουσι(α) + -ο- + -λόγιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριουσιολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος που περιέχει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του κάθε πολίτη
- ※ Στους εκλογικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης φαίνεται πως κολλάει το περίφημο περιουσιολόγιο, η δημιουργία δηλαδή της βάσης δεδομένων που θα καταγράφει την κινητή και ακίνητη περιουσία όλων των φορολογουμένων ([1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιουσιολόγιο
|