περιοδικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περιοδικότης | αἱ | περιοδικότητες | ||||
γενική | τῆς | περιοδικότητος | τῶν | περιοδικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | περιοδικότητι | ταῖς | περιοδικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | περιοδικότητα | τὰς | περιοδικότητας | ||||
κλητική ὦ! | περιοδικότης | περιοδικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιοδικότης (μαρτυρείται από το 1841) [1] < περιοδικ(ός) + -ότης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðiˈko.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ο‐δι‐κό‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριοδικότης θηλυκό
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη περιοδικότητα
- ↑ σελ. 798, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου