περικάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περικάλυψη | οι | περικαλύψεις |
γενική | της | περικάλυψης* | των | περικαλύψεων |
αιτιατική | την | περικάλυψη | τις | περικαλύψεις |
κλητική | περικάλυψη | περικαλύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περικαλύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περικάλυψη < μεσαιωνική ελληνική περικάλυψις[1] < αρχαία ελληνική περικαλύπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερικάλυψη θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περικαλύπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περικάλυψη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περικάλυψις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- περικάλυψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- περικάλυψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περικάλυψη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)