καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιεκτικότης αἱ περιεκτικότητες
      γενική τῆς περιεκτικότητος τῶν περιεκτικοτήτων
      δοτική τῇ περιεκτικότητι ταῖς περιεκτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν περιεκτικότητα τὰς περιεκτικότητας
     κλητική ! περιεκτικότης περιεκτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιεκτικότης (μαρτυρείται από το 1877) [1] < περιεκτικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιεκτικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 796, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου