περδικούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περδικούλι | τα | περδικούλια |
γενική | του | περδικουλιού | των | περδικουλιών |
αιτιατική | το | περδικούλι | τα | περδικούλια |
κλητική | περδικούλι | περδικούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περδικούλι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πέρδικα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περδικούλι
|