πεντηκονταετία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντηκονταετία < ελληνιστική κοινή πεντηκονταετία < αρχαία ελληνική πεντήκοντα + ἔτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεντηκονταετία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεντηκονταετία
|
Δείτε επίσης : πεντηκονταετηρίδα |
πεντηκονταετία θηλυκό
|