πελταστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελταστής < αρχαία ελληνική πελταστής < πέλτη (μικρή, ελαφριά ασπίδα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελταστής αρσενικό
- είδος αρχαίου πολεμιστή, ελαφρά οπλισμένου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πελταστής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπελταστής < πέλτη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελταστής αρσενικό