Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πελταστής οι πελταστές
      γενική του πελταστή των πελταστών
    αιτιατική τον πελταστή τους πελταστές
     κλητική πελταστή πελταστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελταστής < αρχαία ελληνική πελταστής < πέλτη (μικρή, ελαφριά ασπίδα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελταστής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελταστής < πέλτη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελταστής αρσενικό