πειστικότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πειστικότης | αἱ | πειστικότητες | ||||
γενική | τῆς | πειστικότητος | τῶν | πειστικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πειστικότητι | ταῖς | πειστικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πειστικότητα | τὰς | πειστικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πειστικότης | πειστικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειστικότης (μαρτυρείται από το 1862) [1] < πειστικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πειστικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 791, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου