Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πειραστής οι πειραστές
      γενική του πειραστή των πειραστών
    αιτιατική τον πειραστή τους πειραστές
     κλητική πειραστή πειραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειραστής < (ελληνιστική κοινήπειραστής < αρχαία ελληνική πειράζω < πεῖρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πειραστής αρσενικό

  • (λόγιο, παρωχημένο, θρησκεία) αυτός που πειράζει, που βάζει κάποιον σε πειρασμό[1]
    ※  Στην Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται με διάφορα ονόματα: διάβολος, έπειδή διαβάλλει την αλήθεια του Θεού και πειραστής, διότι πειράζει τους ανθρώπους (Η Πτώση των Αγγέλων, Αποστολική Διακονία [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία