πεδιάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεδιάς | αἱ | πεδιάδες |
γενική | τῆς | πεδιάδος | τῶν | πεδιάδων |
δοτική | τῇ | πεδιάδῐ | ταῖς | πεδιάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πεδιάδᾰ | τὰς | πεδιάδᾰς |
κλητική ὦ! | πεδιάς | πεδιάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεδιάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πεδιάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεδιάς, -άδος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πεδιάδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πεδιάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεδιάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.