παχυμετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παχυμετρία < παχυ- + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pachymetry)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παχυμετρία θηλυκό
- (ιατρική) η μέτρηση του πάχους ενός ανθρώπινου οργάνου, π.χ. κερατοειδούς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παχυμετρία