παστάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παστάς | αἱ | παστάδες |
γενική | τῆς | παστάδος | τῶν | παστάδων |
δοτική | τῇ | παστάδῐ | ταῖς | παστάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παστάδᾰ | τὰς | παστάδᾰς |
κλητική ὦ! | παστάς | παστάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παστάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παστάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παστάς < *πα(ρ)στάς < παραστάς < παρίσταμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαστάς, -άδος θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) κιονοστοιχία, προστώο κατοικίας (μπροστά στην είσοδο κατοικίας)
- εσωτερικό δωμάτιο, όπως θάλαμος
- (ελληνιστική σημασία) νυφικό δωμάτιο, παστάδα
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παστάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παστάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.