Δείτε επίσης: πάστας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παστάς αἱ παστάδες
      γενική τῆς παστάδος τῶν παστάδων
      δοτική τῇ παστάδ ταῖς παστάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παστάδ τὰς παστάδᾰς
     κλητική ! παστάς παστάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παστάδε
γεν-δοτ τοῖν  παστάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παστάς < *πα(ρ)στάς < παραστάς < παρίσταμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παστάς, -άδος θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) κιονοστοιχία, προστώο κατοικίας (μπροστά στην είσοδο κατοικίας)
  2. εσωτερικό δωμάτιο, όπως θάλαμος
  3. (ελληνιστική σημασία) νυφικό δωμάτιο, παστάδα

Παράγωγα

επεξεργασία