παρωπίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρωπίδα < αρχαία ελληνική παρωπίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρωπίδα θηλυκό
- δερμάτινη καλύπτρα που τίθεται ανά ζεύγος πλευρικά των ματιών των ζεμένων ζώων, αναφέρεται κυρίως στον πληθυντικό παρωπίδες.
- (μεταφορικά) στενότητα αντίληψης, μονόπλευρη αντίληψη
Εκφράσεις
επεξεργασία- * φοράει παρωπίδες: δεν βλέπει όλη την πραγματικότητα