Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρωπίδα οι παρωπίδες
      γενική της παρωπίδας των παρωπίδων
    αιτιατική την παρωπίδα τις παρωπίδες
     κλητική παρωπίδα παρωπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άλογο με μαύρες παρωπίδες.

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρωπίδα < αρχαία ελληνική παρωπίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρωπίδα θηλυκό

  1. δερμάτινη καλύπτρα που τίθεται ανά ζεύγος πλευρικά των ματιών των ζεμένων ζώων, αναφέρεται κυρίως στον πληθυντικό παρωπίδες.
  2. (μεταφορικά) στενότητα αντίληψης, μονόπλευρη αντίληψη

Εκφράσεις επεξεργασία

* φοράει παρωπίδες: δεν βλέπει όλη την πραγματικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία