παρσισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρσισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parsisme < Parsi < γκουτζαράτι પારસી (pārsī) < σανσκριτική पारसि (pārasi) / पारसिक (pārasika) < μέση περσική
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρσισμός αρσενικό
- (θρησκεία) παρακλάδι του ζωροαστρισμού
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Πάρσοι στη Βικιπαίδεια