Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρλάτα οι παρλάτες
      γενική της παρλάτας
    αιτιατική την παρλάτα τις παρλάτες
     κλητική παρλάτα παρλάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρλάτα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρλάτα θηλυκό

  1. μονόλογος ενός ηθοποιού
  2. (μεταφορικά) μονότονος μονόλογος κάποιου
    πέρασε ένας πωλητής, μας πούλησε την παρλάτα του αλλά έφυγε άπραγος!

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία