Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραφύλαξῐς αἱ παραφυλάξεις
      γενική τῆς παραφυλάξεως τῶν παραφυλάξεων
      δοτική τῇ παραφυλάξει ταῖς παραφυλάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παραφύλαξῐν τὰς παραφυλάξεις
     κλητική ! παραφύλαξῐ παραφυλάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραφυλάξει
γεν-δοτ τοῖν  παραφυλαξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραφύλαξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραφυλάσσω / παραφυλάττω < παρα-φυλακ-(jω) + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραφύλαξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παραφυλάσσω, παρά, φύλαξις και φύλακας

  Πηγές επεξεργασία