πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραφωσώνιο τα παραφωσώνια
      γενική του παραφωσώνιου
& παραφωσωνίου
των παραφωσώνιων
& παραφωσωνίων
    αιτιατική το παραφωσώνιο τα παραφωσώνια
     κλητική παραφωσώνιο παραφωσώνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παραφωσώνιο < παρα- + φωσώνιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραφωσώνιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία