παραπληρωμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραπληρωμή θηλυκό
- (οικονομία) η παράνομη ή παράτυπη πληρωμή, χωρίς την έκδοση σχετικών παραστατικών ή αποδείξεων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραπληρωμή
|