παραμυθοχώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία el
επεξεργασία
- παραμυθοχώρα, περιστασιακή σύνθεση < παραμύθ(ι) + -ο- + χώρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραμυθοχώρα θηλυκό
- (παραμύθι) χώρα των παραμυθιών
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραμυθοχώρα
|