Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακαταβολή οι παρακαταβολές
      γενική της παρακαταβολής των παρακαταβολών
    αιτιατική την παρακαταβολή τις παρακαταβολές
     κλητική παρακαταβολή παρακαταβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακαταβολή < παρά- + κατά + βολή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακαταβολή θηλυκό

  • στην αρχαία Ελλάδα, στο αττικό δίκαιο, λεγόταν το χρηματικό ποσό που όφειλε να καταθέσει ο ενάγων σε δίκες κληρονομικών υποθέσεων. Το χρηματικό ποσό αυτό επιστρεφόταν στον ενάγοντα εφόσον εκδιδόταν απόφαση υπέρ αυτού, διαφορετικά παρέμενε (κατέπιπτε) υπέρ του δημοσίου.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία