Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρακάτιο τα παρακάτια
      γενική του παρακάτιου
παρακατίου
των παρακάτιων
παρακατίων
    αιτιατική το παρακάτιο τα παρακάτια
     κλητική παρακάτιο παρακάτια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακάτιο < παρα- + ακάτιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακάτιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία