πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρακάτιο τα παρακάτια
      γενική του παρακάτιου
& παρακατίου
των παρακάτιων
& παρακατίων
    αιτιατική το παρακάτιο τα παρακάτια
     κλητική παρακάτιο παρακάτια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακάτιο < παρα- + ακάτιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρακάτιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία