Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παξιμαδοκλέφτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παξιμαδοκλέφτ
ης
οι
παξιμαδοκλέφτ
ες
γενική
του
παξιμαδοκλέφτ
η
των
παξιμαδοκλεφτ
ών
αιτιατική
τον
παξιμαδοκλέφτ
η
τους
παξιμαδοκλέφτ
ες
κλητική
παξιμαδοκλέφτ
η
παξιμαδοκλέφτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παξιμαδοκλέφτης
<
παξιμάδι
+
κλέφτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παξιμαδοκλέφτης
αρσενικό
,
παξιμαδοκλέφτρα
θηλυκό
που
κλέβει
ευτελούς αξίας αντικείμενα, συνήθως εξ ανάγκης για ημερήσια
επιβίωση
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παξιμαδοκλέφτης