παξιμαδοκλέφτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παξιμαδοκλέφτρα | οι | παξιμαδοκλέφτρες |
γενική | της | παξιμαδοκλέφτρας | — | |
αιτιατική | την | παξιμαδοκλέφτρα | τις | παξιμαδοκλέφτρες |
κλητική | παξιμαδοκλέφτρα | παξιμαδοκλέφτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παξιμαδοκλέφτρα < παξιμαδοκλέφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παξιμαδοκλέφτρα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παξιμαδοκλέφτης
παξιμαδοκλέφτρα
|