πανομοιοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανομοιοτυπία < παν- + ομοιο- + -τυπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανομοιοτυπία θηλυκό
- (νεολογισμός) πανομοιότυπο, πιστό αντίγραφο πχ. CD, DVD.
- απόλυτη/κατά γράμμα μεταφορά-καταγραφή-απεικόνιση δεδομένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανομοιοτυπία